συμπόνια

συμπόνια
1) apitoiement
2) attendrissement
3) compassion

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συμπονία — συμπονίᾱ , συμπονία cooperation fem nom/voc/acc dual συμπονίᾱ , συμπονία cooperation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπόνια — η ευσπλαχνία, συμπάθεια: Έδειξε μεγάλη συμπόνια στους γέροντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπονία — ἡ, Μ [σύμπονος] συνεργασία …   Dictionary of Greek

  • συμπόνια — η, Ν το να συναισθάνεται κανείς τον πόνο τού άλλου, φιλεύσπλαχνη διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. συμπονώ (πρβλ. καταφρονώ: καταφρόνια)] …   Dictionary of Greek

  • έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… …   Dictionary of Greek

  • αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά …   Dictionary of Greek

  • ελεώ — ( έω) (AM ἐλεῶ) 1. αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον 2. δίνω ελεημοσύνη ή βοήθεια σ όσους έχουν ανάγκη 3. φρ. «Κύριε ἐλέησον» Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου μσν. νεοελλ. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) ἡ Ἐλεοῡσα προσωνυμία τής… …   Dictionary of Greek

  • εποικτίζω — ἐποικτίζω (Α) [έποικτος] 1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον 2. μέσ. ἐποικτίζομαι θρηνώ, οδύρομαι …   Dictionary of Greek

  • ευσπλαγχνία — και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία Μ και εὐσπλαχνία) [εύσπλαγχνος] ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια,… …   Dictionary of Greek

  • ευσυμπάθητος — εὐσυμπάθητος, ον (Μ) 1. αυτός που συμπάσχει ψυχικά με κάποιον ο οποίος υποφέρει 2. εκείνος που εκφράζει συμπόνια («εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών») 3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσυμπάθητον η ψυχική τάση για συμπόνοια, η διάθεση για συμπάθεια («πῶς ἂν… …   Dictionary of Greek

  • καλοθέλιο — το [καλοθέλω] 1. καλή διάθεση, ευμένεια, συμπάθεια, συμπόνια («με καλοθέλιο και μ ευκή δε χορταίνουν νηστικοί», παροιμ.) 2. συν. στον πληθ. τα καλοθέλια επίμονη προσπάθεια, ζήλος για κάποιο έργο, προθυμία («στα καλοθέλια τού βοσκού κι οι τράγοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”